Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξελίσσονται αρνητικά και επικίνδυνα. Οι τελευταίες ενδείξεις δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς τόσο η νέα επιστολή της Τουρκίας προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, όσο και οι νέες συμφωνίες με τη Λιβύη επιβαρύνουν περαιτέρω το εξαιρετικά δυστοπικό τοπίο στις σχέσεις των δύο χωρών.
Η επιστολή της Τουρκίας, μέσω του μόνιμου αντιπροσώπου της στον ΟΗΕ, Φεριντούν Σινιρλίογλου (ο οποίος είναι από τους καλύτερους και πιο διαλλακτικούς διπλωμάτες της γειτονικής μας χώρας, και ο οποίος είχε διατελέσει συνομιλητής με τον Ελληνα ομόλογό του κατά τη διάρκεια του προηγούμενου κύκλου των διερευνητικών επαφών), περιέχει μια σειρά από διαπιστώσεις που εύκολα ανατρέπονται από την ελληνική πλευρά.
Για τη συνθήκη του 1923
Ο μόνιμος αντιπρόσωπος ισχυρίζεται ότι ο κύριος στόχος της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης του 1923, και της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947 δεν είναι να καθιερώσει, όπως η Ελλάδα ισχυρίζεται, «μόνιμα σύνορα και εδαφικούς νομικούς τίτλους των αναφερομένων κρατών (σ.σ. της Ελλάδας και της Τουρκίας)», αλλά να τερματίσει την κατάσταση πολέμου και να καθιερώσει γενική ειρήνη και φιλικές σχέσεις ανάμεσα στους εμπολέμους. Συνεπώς ο σκοπός αυτός μετέβαλε την ισορροπία της Συνθήκης, δίνοντας βαρύτητα στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, όμως, όπως και κάθε συνθήκη ειρήνης που διαμορφώνει εδαφικό καθεστώς, ασχολείται με την αποκατάσταση της ειρήνης δευτερευόντως, αφού το κύριο μέλημά της είναι να καθορίσει νέα σύνορα ανάμεσα στους πρώην αντιμαχόμενους και να αποδώσει εδάφη σε αυτούς. Με τον τρόπο αυτόν λύεται και το πρόβλημα της αποκατάστασης της ειρήνης οριστικά. Κι εξάλλου για τον λόγο αυτόν περιβάλλεται τον χαρακτήρα μιας αντικειμενικής συμφωνίας, που έχει ως πρώτιστο χαρακτηριστικό ότι έχει erga omnes αποτελέσματα, δηλαδή μπορεί να γίνει αντικείμενο επίκλησης και από κράτη που δεν μετέχουν σε αυτήν και να δεσμεύει τρίτα κράτη. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Συνθήκη των Παρισίων, που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης.
Στη συνέχεια ο Τούρκος μόνιμος αντιπρόσωπος αναφέρεται στο ελληνικό επιχείρημα ότι οι συνθήκες αυτές υπακούουν στην αρχή της σταθερότητας και της τελικότητας (finality) των συνοριακών ρυθμίσεων, που ενυπάρχουν ανεξάρτητα αν οι συνθήκες αυτές εξαφανιστούν. Και διερωτάται κατά πόσον η αποστρατιωτικοποίηση που επίσης προβλέπεται από τις εν λόγω συνθήκες δεν έχει την ίδια τύχη με τα συνοριακά καθεστώτα.
Εχουμε επανειλημμένως τονίσει ότι η αποστρατιωτικοποίηση είναι, από τη φύση της, ένα προσωρινό καθεστώς, το οποίο καθιερώνεται, για χάρη της ειρήνης και της ασφάλειας, σε περίπτωση τερματισμού των εχθροπραξιών, είτε και στους δύο πρώην εμπολέμους είτε σε ένα εξ αυτών, με την προοπτική να αποτραπεί η επανέναρξη των εχθροπραξιών. Και ότι η ισχύς των εν λόγω διατάξεων παύει να υφίσταται με την επικράτηση ενός φιλικού κλίματος των πρώην εμπολέμων. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας αυτή η αλλαγή κλίματος επισυμβαίνει στη δεκαετία του ’30 του περασμένου αιώνα, όταν με τη Συμφωνία Ελ. Βενιζέλου – Μουσταφά Κεμάλ (1930) εξομαλύνθηκαν πλήρως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και, συνεπώς, απομακρύνθηκε ο φόβος για ενδεχόμενη επανάληψη των εχθροπραξιών.
Αναφορικά, τώρα, με τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά, που αποστρατιωτικοποιούσε τις ακτές των Δαρδανελλίων, ομού με τα τουρκικά νησιά της Ιμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών, ενώ από την ελληνική πλευρά αποστρατιωτικοποιούσε τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η σύμβαση αυτή αντικαταστάθηκε συνολικά από τη Συνθήκη του Μοντρέ το 1936, συμπαρασύροντας όλες τις διατάξεις της Σύμβασης της Λωζάννης. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει διάταξη στη Συνθήκη για κατάργηση της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών, ενώ υπάρχει αντίστοιχα για τα τουρκικά, είναι μικρής σημασίας, καθώς μια καταργημένη συμφωνία δεν μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα. Κάτι που και οι Τούρκοι είχαν δεχτεί τη δεκαετία του ’30.
Για το δικαίωμα άμυνας
Ο μόνιμος αντιπρόσωπος ισχυρίζεται εν συνεχεία ότι η παραχώρηση των νησιωτικών εδαφών στην Ελλάδα έγινε με τον όρο της αποστρατιωτικοποίησής τους. Αυτό είναι απολύτως ανακριβές. Η εδαφική κυριαρχία δεν υπόκειται σε όρους, παρά μόνον όταν αυτοί είναι σαφώς προσδιορισμένοι και προκύπτουν από μια ρητή αναφορά της δέσμευσης που εγκλείει. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στις παραπάνω αναφερόμενες συνθήκες ειρήνης.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ελληνική επιχειρηματολογία ότι η στρατιωτικοποίηση των νησιών αποτελεί προληπτική άμυνα (preemptive self defence, anticipatory self defence), δεν ανταποκρίνεται πλήρως στη λειτουργικότητα του όρου. Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει ένοπλη επέμβαση από κράτος εις βάρος τρίτου κράτους πριν από την επίθεση από το τελευταίο. Δεδομένου ότι το Αρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ προβλέπει ότι το δικαίωμα της άμυνας προκύπτει από τη στιγμή που ένα κράτος δεχτεί επίθεση από ένα άλλο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πραγματικότητα είναι πως υπάρχουν προπαρασκευαστικές ενέργειες, με δεδομένο την ύπαρξη της 4ης Στρατιάς στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, με αποβατικές δυνατότητες, που φαίνεται ότι θα ενισχυθούν περαιτέρω. Δεν πρόκειται, πάντως, για προληπτική άμυνα, αλλά για ενέργειες που κατατείνουν στην οχύρωση των νησιών, για να αντιμετωπίσουν μια ενδεχόμενη επίθεση από τον γείτονα.
Τέλος, ο κ. Σινιρλίογλου αναφέρεται στην ανάγκη μιας συνολικής επίλυσης των προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών, σύμφωνα με το Αρθρο 33 του Καταστατικού του ΟΗΕ. Και προτείνει στην Ελλάδα να σταματήσει εχθρική πολιτική ρητορεία και να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου για να λυθούν τα προβλήματα. Εσκεμμένως θέλει να αγνοεί ότι η εμπρηστική ρητορεία του προϊσταμένου κ. Ερντογάν και των παρακείμενων του αναγκάζει την Ελλάδα σε μετριοπαθείς απαντήσεις, που καμία σχέση δεν έχουν με το μένος που διακρίνει τις τουρκικές δηλώσεις.
Για το νέο μνημόνιο
Ερχομαι τώρα στη δεύτερη έκφραση της αυξανόμενης προκλητικότητας της Τουρκίας. Μόλις την περασμένη Τρίτη (4/10) έγινε γνωστό πως οι δύο χώρες, Τουρκία και Λιβύη, υπέγραψαν μνημόνιο με συνοδευτικά πρωτόκολλα, σε εκτέλεση του τουρκολιβυκού μνημονίου, αναφορικά με γεωτρήσεις και άλλες τεχνικές ενέργειες. Αλλά το ακριβές περιεχόμενο δεν έχει γίνει γνωστό.
Το νέο μνημόνιο κινητοποίησε την Αθήνα, γιατί ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι το μνημόνιο είναι ζωντανό, και ότι σύντομα θα παραγάγει αποτελέσματα. Κάτι που η Αθήνα δεν είχε υπολογίσει, δεδομένης της μακράς χρονικής σιγής, όπου το μνημόνιο παρέμενε ανενεργό. Και οι ΗΠΑ αντέδρασαν, επισημαίνοντας προς τη Λιβύη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του οδικού Χάρτη για τον Πολιτικό Διάλογο στη Λιβύη (LPDF), που ορίζει ότι η παραπάνω χώρα δεν πρέπει να εξετάζει τη σύναψη συμφωνιών που βλάπτουν τη σταθερότητα των εξωτερικών της σχέσεων ή επιβάλλουν μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις. Με δεδομένο την προσωρινότητα της κυβέρνησης, της οποίας η θητεία έχει προ πολλού λήξει, και την αντίθεσή της με τη λιβυκή Βουλή, η οποία έχει πάρει ριζικά αντίθετες θέσεις με το πρωτογενές μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης.
Το πρωτογενές τουρκολιβυκό μνημόνιο θεωρείται από την Αθήνα παράνομο και ανυπόστατο, καθώς αφορά και περιοχή που βρίσκεται μέσα στη δυνητική ελληνική υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Παρά ταύτα έχει πρωτοκολληθεί από τον ΟΗΕ, και λειτουργεί, τουλάχιστον ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, απολύτως έγκυρα. Σε ορισμένα τοπικά σημεία του συγχέεται με την Ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, αλλά λόγω του γεγονότος ότι και οι δύο συμφωνίες έχουν μεν νομικά οριστικοποιηθεί, αλλά δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή στην πράξη (με ενέργειες εξερεύνησης ή εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής), δεν υπήρξε, έως σήμερα, πρόβλημα πραγματικής σύγκρουσης. Για πρώτη φορά, λοιπόν, με το νέο μνημόνιο μεταξύ Τουρκίας – Λιβύης δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μιας σύγκρουσης στις κοινές περιοχές των δύο συμφωνιών, όπως επίσης και η έμπρακτη αμφισβήτηση της διεκδικούμενης ελληνικής υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Γιατί αν το νέο μνημόνιο τεθεί σε εφαρμογή, μπορεί να αφορά περιοχές που είτε συμπίπτουν με την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία είτε βρίσκονται στις υπό ελληνική διεκδίκηση περιοχές. Πράγμα που σημαίνει αύξηση των εντάσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Για μια αλλαγή πλεύσης
Είναι καιρός νομίζω να υπάρξει μια αλλαγή πλεύσης στα ελληνοτουρκικά. Και στη θέση της αυξανόμενης καθημερινά έντασης να δοθεί χώρος για μια ειρηνική επίλυση των διαφορών και των πολλαπλών προβλημάτων. Γιατί αν η ένταση αυτή συνεχιστεί, με καθημερινές προκλήσεις, το ένοπλο επεισόδιο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η μόνη λύση είναι ο εποικοδομητικός διάλογος ανάμεσα στις δύο χώρες. Κι αν αυτός δεν αποδώσει, η από κοινού παραπομπή των διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, το μόνο αρμόδιο να δίνει δεσμευτικές και οριστικές λύσεις σε τέτοιου είδους διαφορές. Και όσον αφορά το ποιες διαφορές θα αποσταλούν στο Δικαστήριο, αυτές θα πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην υπόλοιπη Ανατολική Μεσόγειο, που αποτελεί το μήλον της Εριδος ανάμεσα στις δύο χώρες. Αν αυτή η διαφορά επιλυθεί, τότε πιστεύω ότι το κλίμα θα βελτιωθεί ουσιαστικά και θα δώσει την ευκαιρία στις δύο χώρες πολύ πιο εύκολα να εξετάσουν τα υπόλοιπα προβλήματα. Τα οποία δεν είναι ανυπέρβλητα κι έχουν σχετικά εύκολες λύσεις για κράτη που μπορεί να τα δουν με ψυχραιμία και καλή πίστη.
πηγή: Καθημερινή