Ελληνοτουρκικά: 6 μήνες ευκαιρίας ή 2 μήνες αγωνίας

Επίκληση στον διάλογο κάνει η Τουρκία. Οι απειλές και το «Μητσοτάκης γιοκ» δείχνουν να αντικαθίστανται – προς το παρόν – με πρόσκληση προς την Αθήνα σε συνομιλίες. Σε επίπεδο υπουργών και διπλωματών, γιατί ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει εκφραστεί ακόμα. Και όλοι αναρωτιούνται πόσο δυνατό είναι αυτό να αλλάξει το κλίμα και όντως να στρωθεί το τραπέζι του διαλόγου. Σε αυτό το πλαίσιο έγινε και η συνάντηση των υπουργών Αμυνας Ελλάδας και Τουρκίας Νίκου Παναγιωτόπουλου και Χουλουσί Ακάρ, οι οποίοι συμφώνησαν να κρατήσουν ανοιχτό τον δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ τους.

Ο Ακάρ από την πλευρά του χθες επανέλαβε ότι ο διάλογος πρέπει να γίνεται μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας χωρίς τρίτους, εκφράζοντας την «ελπίδα» τις επόμενες ημέρες να πραγματοποιηθεί και μια συνάντηση στο πλαίσιο των ΜΟΕ. Πηγές στην Αγκυρα υποστηρίζουν ότι η στιγμή για διάλογο είναι «τώρα», ενώ διπλωμάτες παραδέχονται ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας της τουρκικής πρεσβείας με το Μέγαρο Μαξίμου και το ΥΠΕΞ παραμένουν ανοιχτοί… Και όλοι κοιτάζουν προς τον Ερντογάν. Με ορίζοντα τουλάχιστον την ολοκλήρωση των εκλογικών αναμετρήσεων στις δύο χώρες, όπως υπογραμμίζουν στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» αρμόδιοι παράγοντες. Η ανησυχία για τις εξελίξεις παραμένει καθώς η ένταση δεν έχει εκτονωθεί.

Τουρκικές πηγές χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα κρίσιμο το επόμενο διάστημα και σημειώνουν με νόημα ότι οι διπλωμάτες και στις δύο πλευρές του Αιγαίου «κρατούν την αναπνοή τους». Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε μια κατάσταση «μη πολέμου» εδώ και αρκετούς μήνες, σε μια επικίνδυνη αναμονή – και το εξάμηνο έως την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου προσφέρει ευκαιρίες για κινήσεις εκτόνωσης. Εάν μέχρι τις εκλογές στην Ελλάδα δεν επιτευχθεί κάποια πρόοδος, η πιο κρίσιμη περίοδος εκτιμάται αυτή από την ημερομηνία της προκήρυξης των εκλογών στην Ελλάδα μέχρι τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ενα κρίσιμο διάστημα περίπου 65 ημερών που δημιουργείται από τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Και αν ένα «σχεδιασμένο θερμό επεισόδιο» είναι για όλους ταμπού, ένα «ατύχημα» πάντα μπορεί να συμβεί, με αφορμή τούρκους ψαράδες στο Αιγαίο και την εμπλοκή τους με το ελληνικό Λιμενικό ή ακόμα και με μετανάστες σε μια βραχονησίδα…

Διεθνείς παίκτες, όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, δείχνουν το ενδιαφέρον τους για την Ανατολική Μεσόγειο και τις ευκαιρίες που υπάρχουν σε μια περιοχή που αλλάζει ταχύτατα και στη σκιά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η συνάντηση Καλίν – Σάλιβαν άλλωστε φαίνεται ότι ήταν αυτή που έβαλε την άνω τελεία στην κλιμάκωση της έντασης Αγκυρας – Αθήνας. Οι νέοι ενεργειακοί δρόμοι που περνούν από την περιοχή επιβάλλουν νέες συμμαχίες στον χάρτη της Μέσης Ανατολής, με τη συμφωνία οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών Λιβάνου – Ισραήλ να χαρακτηρίζεται «παράδειγμα», ακόμα και για χώρες που δεν έχουν καν διπλωματικές σχέσεις μεταξύ τους. Ενα μήνυμα και στην Αγκυρα ότι θα μπορούσε να προχωρήσει σε διευθέτηση της διαφοράς της με την Ελλάδα, εφόσον αποφασίσει να ακολουθήσει μια διαπραγμάτευση στη βάση των κανόνων του διεθνούς δικαίου και σύμφωνα με όσα ορίζει το Δίκαιο της Θάλασσας και, αν αυτή δεν αποδώσει, το ζήτημα να παραπεμφθεί στη Χάγη. Ενώ από την πλευρά της Τουρκίας η συμφωνία χαρακτηρίζεται μήνυμα προς την Ελλάδα.

Ο ρόλος της Γαύδου

Και ενώ η συζήτηση για την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας νότια της Κρήτης έχει ανοίξει στον δημόσιο διάλογο, Μέγαρο Μαξίμου και ΥΠΕΞ μετράνε σχολαστικά τις αντιδράσεις που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια κίνηση τόσο από την πλευρά των συμμάχων όσο και της Αγκυρας. Τούρκοι αναλυτές εκτιμούν ότι μια απόφαση για επέκταση των χωρικών υδάτων αυστηρά νότια της Κρήτης, με κάθετες γραμμές και χωρίς αποκλίσεις προς τα ανατολικά, δεν θα προκαλούσε αντιδράσεις στην Αγκυρα. Σημειώνουν ωστόσο ότι ρόλο θα παίξει και η Γαύδος, υπογραμμίζοντας πως σε αυτή την περίπτωση η αντίδραση θα έρθει μέσω της Λιβύης.

Σε αντίθεση με τα 12 μίλια ανατολικά της Κρήτης που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν το σενάριο της άφιξης ενός γεωτρύπανου στην περιοχή του τουρκολιβυκού μνημονίου. Σε διαφορετική περίπτωση τα τουρκικά ερευνητικά αναμένεται να φτάσουν στη Λιβύη, αλλά να κινηθούν κοντά στις ακτές και εντός των χωρικών της υδάτων, ως μία «υπόμνηση» της απειλής. Εάν ωστόσο απειληθούν περιοχές που έχουν οριοθετηθεί με τη συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου και επιχειρηθεί ένταση στην περιοχή ανάμεσα σε Κρήτη και Λιβύη, αρμόδιες πηγές έλεγαν στα «ΝΕΑ» πως σε ετοιμότητα να εμποδίσουν τετελεσμένα από την πλευρά της Τουρκίας είναι, εκτός από την Αθήνα, τόσο το Κάιρο όσο και το Ισραήλ, ενώ και η Ουάσιγκτον θα λειτουργήσει ως καταλύτης με κάποιο τρόπο, δεδομένης και της Σούδας.

Στόχος οι ΗΠΑ

Την ίδια στιγμή ο Ερντογάν έχει ήδη στοχοποιήσει τις ΗΠΑ ως τον «υποκινητή της έντασης» στην περιοχή, με τη μεγαλύτερη ενόχληση να προκαλείται στην Αγκυρα από την άρση του εμπάργκο όπλων των ΗΠΑ απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η Τουρκία στήνει αφήγημα «ελληνικής απειλής», βάζοντας στην εξίσωση τον παράγοντα Ουάσιγκτον, και δημιουργεί το πλαίσιο για να χτίσει την πολιτική της σε αυτή τη βάση, θέτοντας το ζήτημα στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των προηγούμενων ημερών. Τουρκικές πηγές, δε, εξακολουθούν να βλέπουν τις κινήσεις της Ουάσιγκτον ως έναν επικίνδυνο αντιπερισπασμό. Η παύση που δείχνει να επιδιώκεται στην παρούσα φάση θα μπορούσε να αποτελέσει διέξοδο μόνο εάν υιοθετηθεί ως επιλογή από τον Ερντογάν, που θα σημαίνει ότι έχουν δοθεί τα απαιτούμενα ανταλλάγματα.

Η Αθήνα επιδιώκει «αποδραματοποίηση» της κατάστασης, υπογραμμίζοντας ότι εμμένει σε «ψυχραιμία και αποφασιστικότητα» στις αντιδράσεις της και επιδιώκοντας να αποφύγει πάση θυσία τον πανικό. Διαμηνύει, δε, την ανάγκη να μην είναι η Ελλάδα αυτή που ενισχύει την εμπρηστική ρητορική, αλλά αυτή που απαντά αποκλειστικά στη βάση του διεθνούς δικαίου, αξιοποιώντας και ενισχύοντας τις συμμαχίες της.

 

 

 

πηγή: in.gr