Γιατί η Fed πρέπει να κάνει ένα διάλειμμα αυτόν τον μήνα

Το διοικητικό συμβούλιο της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) που συγκαλείται και σήμερα 21 Σεπτεμβρίου και, ενώ οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν άλλη μια μεγάλη αύξηση των επιτοκίων, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για να σταματήσει η επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Αν και οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν μέχρι στιγμής επιβραδύνει την οικονομία – κυρίως τον τομέα της στέγης -, ο αντίκτυπός τους στον πληθωρισμό είναι πολύ πιο αβέβαιος.

Η οικονομική πολιτική συνήθως επηρεάζει τις οικονομικές επιδόσεις με μεγάλες και ποικίλες καθυστερήσεις, ιδίως σε περιόδους αναταραχής. Δεδομένου του βάθους της γεωπολιτικής, χρηματοπιστωτικής και οικονομικής αβεβαιότητας – όπως και για τη μελλοντική πορεία του πληθωρισμού -, η Fed θα ήταν σοφό να σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων και να περιμένει μέχρι να καταστεί δυνατή μια πιο αξιόπιστη εκτίμηση της κατάστασης.

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι να περιμένει. Ο πρώτος είναι απλώς ότι ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε σημαντικά. Ο πληθωρισμός του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (CPI), που αφορά περισσότερο τα νοικοκυριά, ήταν μηδενικός τον Ιούλιο και ενδέχεται να ήταν μηδενικός ή ακόμη και αρνητικός τον Αύγουστο.

Μερικοί θα μπουν στον πειρασμό να αποδώσουν στη σφιχτή νομισματική πολιτική αυτή τη φαινομενική νίκη κατά του πληθωρισμού. Αλλά το επιχείρημα αυτό διαπράττει το σφάλμα post hoc ergo propter hoc (υποθέτει ότι επειδή το Α συνέβη πριν από το Β, το Α πρέπει να προκάλεσε το Β) και συγχέει τη συσχέτιση με την αιτιότητα. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους κύριους παράγοντες του σημερινού πληθωρισμού δεν έχουν καμία σχέση με τη μείωση της ζήτησης. Περιορισμοί στην πλευρά της προσφοράς αύξησαν τον πληθωρισμό και τώρα παράγοντες στην πλευρά της ζήτησης τον μειώνουν.

Πολλοί οικονομολόγοι (και από τη Fed) ανέμεναν ότι οι διαταραχές στην προσφορά λόγω του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία και της πανδημίας θα ξεπερνιούνταν πολύ γρήγορα. Εκαναν λάθος, αλλά μόνο ως προς την ταχύτητα με την οποία θα ομαλοποιούνταν οι συνθήκες. Το λάθος αυτό είναι κατανοητό. Ποιος το περίμενε ότι η περίφημη οικονομία της αγοράς της Αμερικής θα εμφάνιζε τέτοια έλλειψη ανθεκτικότητας; Ποιος θα μπορούσε να είχε προβλέψει ότι θα υφίσταντο τόσο κρίσιμες ελλείψεις στο βρεφικό γάλα, στα προϊόντα γυναικείας υγιεινής και σε εξαρτήματα αναγκαία στην παραγωγή αυτοκινήτων; Πρόκειται για τις ΗΠΑ ή για τη Σοβιετική Ενωση στις τελευταίες της ημέρες;

Επίσης, προτού ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν αρχίσει να συγκεντρώνει στρατό στα σύνορα με την Ουκρανία στα τέλη του περασμένου έτους, κανείς δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει ότι θα συνέβαινε ένας μεγάλος χερσαίος πόλεμος στην Ευρώπη. Και σήμερα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πόσο θα διαρκέσει ο πόλεμος ή πόσο χρόνο θα χρειαστούν οι παγκόσμιοι ηγέτες για να περιορίσουν τις αυξήσεις τιμών που σχετίζονται με αυτόν (μερικές από τις οποίες είναι απλώς αποτέλεσμα ευκαιριακής εκτίναξης των τιμών – «πολεμικής κερδοσκοπίας»).

Ωστόσο η γενικότερη ιστορία του πληθωρισμού είναι απλή: πολλοί από τους παράγοντες στην πλευρά της προσφοράς, που αύξησαν τις τιμές, σήμερα αντιστρέφονται. Ξεχωρίζει ο δείκτης CPI για τη βενζίνη που μειώθηκε κατά 7,7% τον Ιούλιο και όλα δείχνουν αντίστοιχη μείωση τον Αύγουστο. Η αντιστροφή αυτή και προβλέψιμη ήταν και είχε προβλεφθεί, και η μοναδική αβεβαιότητα αφορούσε τη χρονική στιγμή που θα συνέβαινε.

Αλλες τιμές ακολουθούν παρόμοιο μοτίβο. Τον Ιούλιο, ο κύριος δείκτης CPI (που δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα τρόφιμα) αυξήθηκε κατά ένα σχετικά ταπεινό 0,3%. Αυτό φανερώνει μείωση στις καθυστερήσεις παράδοσης των εισαγόμενων αγαθών, που αποτελούσαν το πρόβλημα πίσω από τα άδεια ράφια των καταστημάτων νωρίτερα στην πανδημία.

Πρόσφατα στοιχεία στηρίζουν αυτό το συμπέρασμα. Ο Παγκόσμιος Δείκτης Πίεσης Εφοδιαστικής Αλυσίδας της Κεντρικής Τράπεζας της Νέας Υόρκης μειώθηκε δραστικά σε σχέση με την κορύφωσή του πέρυσι το φθινόπωρο και είναι μόλις λίγο πάνω απ’ όπου βρισκόταν πριν από την πανδημία. Ενώ τα μεταφορικά κόστη παραμένουν πολύ πάνω από τα επίπεδα προ πανδημίας, έχουν μειωθεί κατά σχεδόν 50% από την κορύφωση του περυσινού φθινοπώρου και πιθανότατα θα συνεχίσουν να μειώνονται. Αφότου εκτοξεύτηκαν στη διάρκεια της πανδημίας και τους πρώτους μήνες του ρωσικού πολέμου, οι τιμές ευρείας γκάμας προϊόντων έχουν ξαναπέσει στα επίπεδα προ πανδημίας.

Οι αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν επίσης ξεπεράσει τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την παγκόσμια έλλειψη ημιαγωγών. Σύμφωνα με τον δείκτη της Fed για τη βιομηχανική παραγωγή, τον Ιούλιο η παραγωγή οχημάτων ήταν πάνω από το επίπεδο προ πανδημίας.

Επειτα από έναν χρόνο κακών ειδήσεων για τον πληθωρισμό και τους παράγοντες πίσω από αυτόν στην πλευρά της προσφοράς, αρχίζουμε πλέον να λαμβάνουμε πολλά καλά νέα. Και ενώ κανείς δεν θα πρότεινε η νομισματική πολιτική να βασιστεί σε στοιχεία μόλις δύο μηνών, αξίζει να σημειώσουμε ότι και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν μετριαστεί, καθώς τόσο ο Δείκτης Αισθήματος Καταναλωτών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν όσο και η Ερευνα Προσδοκιών των Καταναλωτών της Κεντρικής Τράπεζας της Νέας Υόρκης εμφανίζουν πτωτική τάση τον Ιούλιο.

Η συνηθέστερη δικαιολογία για τη σφιχτή πολιτική της Fed είναι ότι απαιτείται για να αποφευχθεί ένας κύκλος αυτοεκπληρούμενων προσδοκιών, καθώς εργαζόμενοι και επιχειρήσεις που αναμένουν αύξηση του πληθωρισμού ορίζουν αναλόγως τους μισθούς και τις τιμές. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί όταν προσδοκούν ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει, όπως συμβαίνει σήμερα.

Μερικοί αναλυτές θεωρούν ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται μια μακρύτερη περίοδο υψηλότερης ανεργίας προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός στο επίπεδο που στοχεύει η Fed. Αλλά τα επιχειρήματα αυτά βασίζονται στα τυπικά μοντέλα της καμπύλης Phillips, ενώ γεγονός είναι ότι ο πληθωρισμός έχει διαχωρίσει την πορεία του από την καμπύλη Phillips (που υποθέτει μια ευθεία αντίστροφη σχέση ανάμεσα στον πληθωρισμό και την ανεργία). Αλλωστε, η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού πέρυσι δεν οφειλόταν στην ξαφνική μεγάλη μείωση της ανεργίας, και η πρόσφατη επιβράδυνση στην αύξηση των μισθών και των τιμών δεν μπορεί να αποδοθεί σε αύξηση της ανεργίας.

Δεδομένων των τελευταίων στοιχείων, θα ήταν ανεύθυνο από την πλευρά της Fed να δημιουργήσει επίτηδες υψηλότερη ανεργία λόγω της τυφλής πίστης στη συνεχιζόμενη ισχύ της καμπύλης Phillips. Η πολιτική πραγματοποιείται πάντα σε συνθήκες αβεβαιότητας, και οι αβεβαιότητες είναι ιδιαιτέρως οξυμμένες σήμερα. Με τον πληθωρισμό και τις πληθωριστικές προσδοκίες ήδη να μετριάζονται, η Fed πρέπει να δώσει περισσότερο βάρος στο υφεσιακό ρίσκο της περαιτέρω σύσφιξης: πιο συγκεκριμένα, θα ωθήσει την ήδη ταλαιπωρημένη αμερικανική οικονομία σε ύφεση. Τούτος είναι επαρκής λόγος για να κάνει η Fed ένα διάλειμμα αυτόν τον μήνα.

 

Ο κ. Τζόζεφ Στίγκλιτζ, κάτοχος βραβείου Νομπέλ Οικονομίας, είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη.

Ο κ. Ντιν Μπέικερ είναι συνδιευθυντής του Κέντρου για την Οικονομική και Πολιτική Ερευνα στην Ουάσιγκτον.

πηγή: το Βήμα