Προσεκτικά θα είναι τα επόμενα βήματα του οικονομικού επιτελείου ως προς την «επικοινωνία» με τις αγορές τόσο μέχρι το τέλος του 2022 όσο και για το 2023. Η πρόωρη αποπληρωμή διμερών δανείων διάσωσης αλλά και η διαχείριση χαρτοφυλακίου είναι μέσα στα επόμενα σχέδια του οικονομικού επιτελείου.
Το οικονομικό επιτελείο και ο ΟΔΔΗΧ βάζουν στη ζυγαριά από τη μία τα απαγορευτικά πλέον επιτόκια για πιο μακροπρόθεσμους τίτλους, τα υψηλά διαθέσιμα των 40 δισ. ευρώ καθώς και τις χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες και από την άλλη τη συνεχή επικοινωνία με τις αγορές που πρέπει να έχει η χώρα. Όπως φαίνεται και από το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή, η ζυγαριά γέρνει προς το ότι το Δημόσιο θα πρέπει να περιορίσει την χρηματοδότηση της χώρας μέσω των κεφαλαιαγορών, τουλάχιστον με μακροπρόθεσμους τίτλους. Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση για όλο το έτος 2022 θα συνεχίσει να υλοποιείται μέσω εκδόσεων εντόκων γραμματίων, διάρκειας 13, 26 και 52 εβδομάδων, εξασφαλίζοντας συνεχή εκδοτική παρουσία σε όλο το βραχυχρόνιο τμήμα της καμπύλης αποδόσεων.
Το ελληνικό δημόσιο έχει ήδη δανειστεί κοντά στα 7 δισ. μέσω των κεφαλαιαγορών, με τα οποία αποπληρώθηκε πρόωρα το δάνειο του ΔΝΤ στις αρχές Απριλίου του 2022, ύψους 1.186,7 εκατ. ευρώ, ενώ σχεδιάζεται να ακολουθήσει η πρόωρη αποπληρωμή μέρους των ευρωπαϊκών δανείων του Greek Loan Facility (GLF), ύψους 2.645 εκατ. ευρώ, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί έως το τέλος του τρέχοντος έτους.
Η εκδοτική στρατηγική του 2023
Δεδομένων των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων, των αναμενομένων αυξημένων επιπλέον εκταμιεύσεων προς τη χώρα από τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά σχήματα για την αντιμετώπιση της πανδημίας όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και της ενεργειακής κρίσης και των σχετικά περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών για το έτος 2023, η δανειακή στρατηγική για το επόμενο έτος αναμένεται να είναι περιορισμένη, αναφορικά με το συνολικό ποσό εκδόσεων, ήτοι σε επίπεδα παρόμοια με αυτά του 2022. Ο στόχος, πάντως, της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας παραμένει και ταυτόχρονα θα επιχειρηθεί η αξιοποίηση των ευκαιριών που θα υπάρχουν βραχυπρόθεσμα.
Κατά το νέο έτος θα επιχειρηθεί και έκδοση ελληνικών «πράσινων» ομολόγων με στόχο την επέκταση της επενδυτικής βάσης και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Το 2023 θα επιδιωχθεί, στο πλαίσιο λειτουργίας της πρωτογενούς αγοράς, πλέον της εκδοτικής δραστηριότητας, να εφαρμοστεί πολιτική διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μέσω της οποίας θα διασφαλίζεται ο αναγκαίος χώρος για τη συνεχή παρουσία του Δημοσίου στις αγορές, η περαιτέρω μείωση του κινδύνου αναχρηματοδότησης, η παροχή της αναγκαίας ρευστότητας και η βελτίωση της λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς των ελληνικών ομολόγων, με στόχο το βέλτιστο αποτελέσμα, αναφορικά με το κόστος δανεισμού.
Επανεπένδυση ομολόγων
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μπορεί να ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2022, ωστόσο η ΕΚΤ θα επανεπενδύει ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024, ενώ παρατάθηκε για το ίδιο χρονικό διάστημα το καθεστώς επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων, έτσι ώστε να γίνονται αποδεκτά ως εγγύηση για τις πράξεις χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος.
H συνολική συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εκτιμάται σε περίπου 39 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά αναγκαία την συχνότερη έκδοση νέων τίτλων.
Πληθωρισμός και ανάπτυξη ξεφούσκωσαν το χρέος
Με όπλο την ανάπτυξη, την επιστροφή σε πλεονάσματα αλλά και τον πληθωρισμό, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 355 δισ. ευρώ ή 169,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, έναντι 353 δισ. ευρώ ή 193,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2021, παρουσιάζοντας μείωση κατά 24,2% έναντι του 2021.
Το 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 357 δισ. ευρώ ή 161,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,5% του ΑΕΠ έναντι του 2022.
Ο χρονικός ορίζοντας των λήξεων του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, στις 31/8/2022, εκτείνεται μέχρι το έτος 2070. Η περαιτέρω δανειοδότηση μέσω των αγορών τα επόμενα έτη αναμένεται να αντικαταστήσει σταδιακά τα δάνεια με ομόλογα.
Οι δαπάνες για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώνονται κοντά στα επίπεδα των 5.500-6.200 εκατ. ευρώ, δηλαδή από 2,5% έως 3,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ.
πηγή: MoneyReview