Διότι στην εποχή των εικόνων ο νόμος στην οικονομία είναι εικονικός. Και γιατί η εικόνα εμφανίζεται ταυτόχρονα ως κοινωνικός διαχωρισμός και ως όργανο ενοποίησης της κοινωνίας.
Αυτός λοιπόν που αναλύει τα οικονομικά φαινόμενα γνωρίζει καλά ότι γράφει για το θεαθήναι. Γνωρίζει επίσης, ότι οι κοινωνίες για τις οποίες γράφει, ευνοούν τη συσσώρευση των εικόνων σε όλες τους τις μορφές. Το ζήτημα λοιπόν που του τίθεται είναι κατά πόσο αντιλαμβάνεται ότι ο λόγος της «εικονομίας» διαχωρίζει συνενώνοντας. Όπως και το εμπόρευμα, οι εικόνες λειτουργούν μέσα από τα αποτελέσματα αποκλεισμού και συμμετοχής στις διαδικασίες οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας (οικονομία). Οπότε ο ειδικός θα πρέπει να κατανοήσει τη φράση «Είναι η οικονομία, ηλίθιε» ως «Είναι η εικόνα, ηλίθιε». Το να γράψει για την οικονομία υπό αυτές τις συνθήκες σημαίνει ότι γράφει ανοικονόμητα. Εάν θέλει να επαναλάβει τα λόγια του Άμλετ: «Οικονομία Οράτιε, τα ψητά του νεκρόδειπνου τ’ αποτέλειωσαν κρύα στο τραπέζι του γάμου», θα πρέπει να συμμορφωθεί τόσο προς την οικονομία όσο και προς την εικονομία της αγοράς που αναδεικνύεται μέσα από το εμπορευματοποιημένο φαίνεσθαι των social media. Δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να ξαναγράψει μια νέα οικονομική θεωρία, επειδή οι υφιστάμενες δεν δίνουν λύσεις. Θα πρέπει να συμβάλει σ’ αυτήν την οικονομία-εικονομία διαβάζοντας όχι τον Πικετί αλλά την νομπελίστρια Ελφρίντε Γέλινεκ που γράφει στο «Μαύρο νερό» τα εξής: «από το πέρας του πέρατος του αιώνος έως το πέρας του πέρατος του αιώνος εμείς εκεί θα είμαστε, όταν υπάρχει κάτι να καταμοιραστεί ή να καταδικαστεί, δύσκολο είναι να το καταλάβετε; Είναι γιατί είμαστε και εμείς αίμα σας, ναι, είμαστε αίμα όλων, και το αίμα όλων μπορούμε να πιούμε».
Είμαι της γνώμης ότι οι τρέχουσες οικονομικές θεωρίες βρίσκονται σε αδιέξοδο διότι το κατεξοχήν αντικείμενό τους, η ιλιγγιώδης κίνηση του φασματικού κεφαλαίου, δεν επιτρέπει αιτιολογημένες απόψεις οι οποίες συγκροτούνται ούτως ή άλλως, πάντοτε εκ των υστέρων εάν θεωρηθεί ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και το νεοφιλελεύθερο δόγμα είναι επιβεβλημένα. Και παρά το ότι η μαρξιστική θεωρία παραμένει φαντασιακά ενεργή , δεν προβλέπει -όσο δεν γεννιούνται νέοι Μαρξ- την μεταλλαγή του κεφαλαίου που δεν έχει πλέον αντικείμενο αναφοράς την πολιτική οικονομία αλλά την προσομοίωσή της με το τέλος του πολιτικού και του κοινωνικού. Αλλά δεν έχουμε φτάσει στο τέλος της Ιστορίας. Αντίθετα, η πυρετώδης αυτομολυσματικότητα των οικονομικών μεγεθών -για την οποία γράφει ο Μπωντριγιάρ- ανάλογη με τις μεταλλάξεις του κόβιντ, υπερφαλλαγγίζει την ίδια της τη λογική ώστε οι ρωγμές που προκαλούνται ή θα την ανατρέψουν ή θα φτάσουμε στο τέλος του κόσμου.
Εικονομία λοιπόν, διότι η εικόνα νέμεται, μοιράζεται, διαμοιράζει και κυκλοφορεί όπως το εικονικό πλασματικό χρήμα (εικονικός καπιταλισμός). Η εικόνα αναφέρεται στο εικονικό και συγχρόνως στο πραγματικό (εικονική πραγματικότητα).
Ας μου επιτραπεί σε αυτό το ειδικό τεύχος του Οικονομικού Ταχυδρόμου να επιμείνω στην «αλγοριθμική» γραφή μου, επειδή η συμπύκνωση ως συνεχής υπέρθεση των όσων θα μπορούσα αναλυτικά να καταθέσω εδώ, υποδεικνύει τη σχέση αυτού του
σατανικού μηχανισμού (συμπύκνωση) με τους εξίσου «σατανικούς στίχους» του Σαλμάν Ρουσντί στη λογοτεχνία. Επαφίεμαι, συνεπώς, στην καλοσύνη των αλλοθρήσκων.
Ιδού όμως πως μια άλλη αστάθεια των επενδύσεων (ψυχικών και οικονομικών) μου εμφανίζεται, ο λόγος της οποίας ωστόσο, θα αναζητηθεί στην «αρχή της ευχαρίστησης». Οπότε, όχι «Είναι η οικονομία, ηλίθιε», αλλά «Είναι η επιθυμία». Και μάλιστα, επιθυμία κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες ακόμη και σε περιόδους ενεργειακής κρίσης όπου η σοβαρότερη κρίση είναι μιας άλλης τάξεως ενέργεια: η ψυχική. Η οικονομία-εικονομία αυτήν προκαλεί. Κρίση και αδιακρισία μεταξύ αξίας και απαξίας, ενδιαφέροντος και αδιαφορίας, υγείας και ασθένειας, επιθυμίας και νέκρωσής της.
“Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν βρόντο
μα μ’ ένα λυγμό” ,
μεταφράζει ο Σεφέρης τους “Κούφιους ανθρώπους” του Τ.Σ. Έλιοτ.
πηγή: το Βήμα