Το FBI κατάσχεσε «άκρως απόρρητα» έγγραφα από το σπίτι του Ντόναλντ Τραμπ – Οι υποψίες για κατασκοπεία

Οι πράκτορες του FBI που ερεύνησαν τη Δευτέρα το σπίτι του Ντόναλντ Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα, κατέσχεσαν 11 σετ διαβαθμισμένων εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που είχαν χαρακτηριστεί ως «άκρως απόρρητα».

Αυτό ανακοίνωσε το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, αποκαλύπτοντας επίσης ότι είχε λόγους να πιστεύει πως ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ ενδεχομένως να είχε παραβιάσει τον νόμο περί κατασκοπείας.

Η αποκάλυψη «βόμβα» έγινε μέσω των νομικών εγγράφων που είδαν το φως της δημοσιότητας τέσσερις ημέρες μετά την έφοδο πρακτόρων του FBI στην κατοικία του Τραμπ. Ομοσπονδιακός δικαστής έδωσε στη δημοσιότητα το ένταλμα έρευνας και μια απογραφή του υλικού που κατασχέθηκε.

Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, στο αίτημα του προς τον δικαστή Μπρους Ράινχαρτ για την έκδοση του εντάλματος που προηγήθηκε της έρευνας, ανέφερε πως είχε λόγους να πιστεύει ότι ο Τραμπ ενδεχομένως να είχε παραβιάσει τον νόμο περί κατασκοπείας, ο οποίος απαγορεύει την κατοχή ή τη μετάδοση πληροφοριών για την εθνική ασφάλεια.

Νωρίτερα, η εφημερίδα Wall Street Journal μετέδωσε ότι πράκτορες του FBI πήραν από το σπίτι του Τραμπ περίπου 20 κούτες με αντικείμενα, ντοσιέ με φωτογραφίες, ένα χειρόγραφο σημείωμα και την εκτελεστική χορήγηση χάριτος στον φίλο και σύμβουλο του πρώην προέδρου, τον Ρότζερ Στόουν.

Εάν επιβεβαιωθούν οι αποκαλύψεις ότι ο Τραμπ διατηρούσε στην κατοχή του «άκρως απόρρητα» έγγραφα, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ θα βρεθεί αντιμέτωπος με μεγάλα νομικά προβλήματα.

«Άκρως απόρρητο» (Top Secret) είναι το υψηλότερο επίπεδο διαβάθμισης και αφορά τις πιο σημαντικές πληροφορίες για την εθνική ασφάλεια. Συνήθως, τέτοια έγγραφα φυλάσσονται σε ειδικές κρατικές εγκαταστάσεις, επειδή η αποκάλυψή τους θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εθνική ασφάλεια.

Η ομοσπονδιακή νομοθεσία απαγορεύει τον εσφαλμένο χειρισμό διαβαθμισμένου υλικού, όπως τη μη εξουσιοδοτημένη αφαίρεση και διατήρηση του. Ο ίδιος ο Τραμπ είχε αυστηροποιήσει τις ποινές για αυτό το θέμα κατά τη διάρκεια της θητείας του στον Λευκό Οίκο, μετατρέποντάς το σε κακούργημα που τιμωρείται με φυλάκιση έως και 5 ετών.