Κι’ όμως ο πλανήτης Δίας έχει χαμένο δίδυμο αδελφό και μόλις ανακαλύφθηκε!

    Η ανακάλυψη είναι σημαντική εκτός των άλλων επειδή ο εντοπισμός και η μελέτη του εξωπλανήτη έγινε με τη χρήση της μεθόδου του βαρυτικού φακού

    Μπορεί το διαστημικό τηλεσκόπιο Kepler, ο αποκαλούμενος «κυνηγός εξωπλανητών», να σταμάτησε να λειτουργεί από το 2018 όμως ο τεράστιος όγκος δεδομένων που κατέγραψε στις παρατηρήσεις του στον γαλαξία μας συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο μελέτης των επιστημόνων και συχνά εντοπίζονται σε αυτά κρυμμένοι μέχρι σήμερα αστρονομικοί θησαυροί.

    Πολυμέλης ερευνητική ομάδα με την αρωγή της βρετανικής κρατικής επιστημονικής υπηρεσίας Science and Technology Facilities Council (STFC) κατάφερε να εντοπίσει μελετώντας δεδομένα του Kepler έναν ακόμη εξωπλανήτη. Όπως αναφέρουν σε άρθρο τους που δημοσιεύεται στο διαδικτυακό αρχείο προδημοσιεύσεων arxiv.org σε απόσταση 17 χιλιάδων ετών φωτός από τη Γη βρίσκεται ένας πλανήτη δίδυμος του Δία. Ο εξωπλανήτης έλαβε την κωδική ονομασία K2-2016-BLG-0005Lb και έχει την ίδια ακριβώς μάζα με αυτή του μεγαλύτερου πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος και βρίσκεται στην ίδια απόσταση από το μητρικό του άστρο με αυτή που βρίσκεται και ο Δίας από τον Ήλιο.

    Η ανακάλυψη είναι σημαντική εκτός των άλλων επειδή ο εντοπισμός και η μελέτη του εξωπλανήτη έγινε με τη χρήση της μεθόδου του βαρυτικού φακού η οποία χρησιμοποιείται για πρώτη φορά για ανάλυση των δεδομένων του Kepler που ήταν σχεδιασμένο να κάνει παρατηρήσεις και να εντοπίζει πλανήτες με την μέθοδο της διάβασης ενός πλανήτη από το μητρικό του άστρο. Η τεχνική βασίζεται σε ένα φαινόμενο που προβλέπεται από τη Γενική θεωρία της Σχετικότητας. Οι ερευνητές επικεντρώνουν την προσοχή τους όταν ένα κοσμικό σώμα (γαλαξίας, άστρο, πλανήτης) περνάει μπροστά από ένα άλλο πιο μακρινό κοσμικό σώμα.

    Κατά το πέρασμα αυτό το βαρυτικό πεδίο του πιο κοντινού κοσμικού σώματος – το οποίο σύμφωνα με τη Γενική Σχετικότητα κάμπτει τον περιβάλλοντα χωροχρόνο – διαθλά το φως του πιο μακρινού λειτουργώντας σαν μεγεθυντικός φακός. Με αυτόν τον τρόπο η φωτεινότητα του πιο μακρινού κοσμικού σώματος αυξάνεται ως και 20 φορές με αποτέλεσμα να γίνεται τελικά ορατό από τη Γη.

    «Η μελέτη εξωπλανητών δεν είναι σημαντική μόνο για να κάνουμε διαπιστώσεις για άλλα πλανητικά συστήματα αλλά για να μαθαίνουμε πράγματα και για το ηλιακό μας σύστημα. Θα μάθουμε στοιχεία για την αρχιτεκτονική του ηλιακού μας συστήματος αλλά και γενικότερα το πώς σχηματίζονται οι πλανήτες. Αυτή η ανακάλυψη με τον τρόπο που έγινε ανοίγει ένα νέο εξαιρετικά συναρπαστικό κεφάλαιο στην εξερεύνηση άλλων κόσμων» αναφέρει ο αστροφυσικός Ίμον Κέρινς, επικεφαλής ερευνητής του STFC.